μπιμπερό

μπιμπερό
το
άκλ. (λ. γαλλ.), όργανο με το οποίο τα μωρά θηλάζουν ξένο γάλα, το θήλαστρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπιμπερό — το γυάλινη ή πλαστική φιάλη με θήλαστρο η οποία χρησιμοποιείται για τον θηλασμό τών βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. biberon < λατ. bibo, bibĕre «πίνω»] …   Dictionary of Greek

  • θήλαστρο — το [θηλάζω] μικρή συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η τεχνητή γαλούχηση τού βρέφους, μπιμπερό …   Dictionary of Greek

  • ρωγοβύζι — το, Ν 1. θηλή από ελαστικό που τοποθετείται στο στόμιο μικρής φιάλης η οποία περιέχει γάλα, αλλ. θήλαστρο, πιπίλα 2. (κατ επέκτ.) η φιάλη η οποία έχει στο στόμιό της την παραπάνω θηλή, αλλ. μπιμπερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα + βυζί] …   Dictionary of Greek

  • βράζομαι — βράζομαι, βράστηκα, βρασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: βράζομαι : επειδή το βράζω έχει και ενεργητική και παθητική αξία (→ υποβάλλω σε βρασμό ή υφίσταμαι βρασμό), σπάνια χρησιμοποιείται η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. βρασμένος) και κυρίως με… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θήλαστρο — το ρωγοβύζι, μπιμπερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”